περίσκιοι

περίσκιοι
περίσκιος
throwing a shadow all round
masc/fem nom/voc pl

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • περίσκιος — α, ο / περίσκιος, ον, ΝΑ αυτός που σκιάζεται, που ρίχνει τη σκιά του γύρω γύρω, που περιβάλλεται από σκιά αρχ. (το αρσ. πληθ. ως ουσ.) oἱ περίσκιοι οι κάτοικοι τών πολικών χωρών, επειδή η σκιά τους διαγράφει πλήρη κύκλο κατά το διάστημα τής… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”